πηγαινοερχομός

πηγαινοερχομός
ο, Ν [πηγαινοέρχομαι]
το να πηγαινοέρχεται κανείς, η συχνή μετάβαση και επιστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηγαινοερχομός — ο το πήγαιν έλα, μετάβαση και επιστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηγαινοερχάματα — τα, Ν [πηγαινοέρχομαι] ο πηγαινοερχομός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”